|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βεβηλωμένος? — — ολοφυρμός — κουζουλάδα — παρασκηνιακός — αρχοθήρας — ασήκης — ξεκούτιασμα — δεκαέξι — ανακάτεψη — απολίτιστος — διορύττω — ηλεκτροπαραγωγικός — τρωτό — σπινθήρας — σαμαράκι — ανακάθομαι — ορειχαλκουργία — Κόσοβο — παρντόν — τσαμπί — επιβάτρια — άτυχος |
|||