Новогреческий словарь
άμεσα
άμεσα
Немедленно, безотлагательно
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
άμεσα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
καταστολίζω
—
αγγάρευμα
—
γρίβας
—
ταχταρίζω
—
στάρπη
—
ευγενία
—
χαρακτηρίζω
—
αμφιδέξια
—
άμμα
—
σοβιετικός
—
χάλκευμα
—
μουσάντρα
—
κάλμα
—
ισχιαλγώ
—
χαλικοστρωμένος
—
αυτοκολακευόμενος
—
δισθενής
—
αρματολός
—
ανορωτώ
—
ξεστυλώνομαι
—
ζώο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве