Новогреческий словарь
ποδαρικό
ποδαρικό
το
ножка
(стола, стула и т. п.);
===
έχω καλό (κακό) - — приносить удачу (неудачу)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ножка
? —
ποδαρικό
как с
(ново)греческого
переводится слово
ποδαρικό
? — ножка
#
(ново)греческий словарь
—
καυτός
—
ιππάριον
—
όστρια
—
λειψανάβατος
—
διατρίβω
—
αβανταδόρισσα
—
συμβουλεύομαι
—
γεώδης
—
αποθηριώνω
—
αστοχιά
—
αταλος
—
τσιμπλιάρης
—
αξέσφιχτος
—
σαλιάζω
—
αχάμνια
—
άπταιστα
—
απελευθερώτρια
—
τεμπελχανιό
—
εκλέγω
—
ψαραίνω
—
άνωθεν
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве