|
(-ότος) τό : κατά τά ~ότα — как обычно; как принято #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ειωθ|ός? — — θολερός — κλαυτός — τσουράπω — ραχίτιδα — σκρόφα — κοντραμπασίστας — στοιχειακός — αντάρτικο — ακαβούρντιστος — υπαινιγμός — αντιπαράσταση — ολοπράσινος — αποκαθήλωση — προαυλισμός — περικοσμώ — εξωτικό — ανδράδελφη — γυναικοκαυγάς — σεληναίος — συναλλαγματικός — μπακαλόπαιδο |
|||