Новогреческий словарь
σφιχτο-
σφιχτο-
первая часть сложных слов, означ.
крепко
:
σφιχτοδεμένος —
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
крепко
? —
σφιχτο-
как с
(ново)греческого
переводится слово
σφιχτο-
? — крепко
#
(ново)греческий словарь
—
εβδομηκονταετής
—
ελαιόχρους
—
λιθένδυση
—
ευνομούμενος
—
κερδοφορία
—
διαφώτιση
—
ερημητήριο
—
ηράνθεμο
—
μεταπολιτευτικός
—
χαλικόστρωση
—
απορρώξ
—
καννάβινος
—
βανανέα
—
εκθαμβωτικός
—
διαφθορεύς
—
σαπρόφιλα
—
ράντζο
—
κουβαρντοσύνη
—
αρχοντοκόριτσο
—
αφρορροώ
—
αργυρόπαγος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве