|
(-ιδος) η мор. береговая канонерка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово береговая канонерка? — θωρακοβαρις как с (ново)греческого переводится слово θωρακοβαρις? — береговая канонерка — πλατόνα — προξενητής — νεγρικός — καθησυχάζω — λαμπάς — ακύρτωτος — οροδοτώ — υπερπροστατευμένος — σιωνιστής — συνάρχω — έπαινος — ανακυλώ — παραδαρμένος — συγκοινωνιακός — ντάρα — αρχινίζω — μπογιάντισμα — συντηρημένος — γιούσουρο — εξωθερμικός — μπεγεντίζω |
|||