Новогреческий словарь
επιστημοσύνη
επιστημοσύνη
η
знания, учёность
;
μετ' ~ς — научно
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
знания
? —
επιστημοσύνη
как на
(ново)греческом
будет слово
учёность
? —
επιστημοσύνη
как с
(ново)греческого
переводится слово
επιστημοσύνη
? — знания, учёность
#
(ново)греческий словарь
—
δίφθογγος
—
λαδόχαρτο
—
αντιπροεδρία
—
καρπώτρια
—
καλλίμορφος
—
αρτοπαρασκευαστής
—
κυριότητα
—
συλλαβιστός
—
ζουμιάζω
—
ξεροκόκκαλο
—
απαγγελία
—
ολμίσκος
—
επιορκώ
—
πτερόεις
—
ακοόμετρο
—
μακέττα
—
ξεσαμάρωτος
—
ευσύνοπτα
—
μερακλίδικα
—
αναφορικός
—
στοματού
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве