|
остальной #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово остальной? — υπολειπόμενος как с (ново)греческого переводится слово υπολειπόμενος? — остальной — φθειρικός — ιδιοφυΐα — ξυπνητούρια — προσωπογραφικός — αψοχούλευτος — νεοαποικισμός — αποστομωτικός — αντισκόβω — ομιχλώδης — μεταχείριση — βρώμη — σκορβουτικός — δευτερότητα — ταβλάκι — μοσκοβολώ — αυθορμησία — σουρομαλλιάζομαι — εκμαρτύριο — κράνεια — διλετταντισμός — σκοποβολείο |
|||