Новогреческий словарь
πηδαλιουχούμενος
πηδαλιουχούμεν|ος
управляемый рулём
;
τό ~ον αερόστατον — аэростат с рулевым управлением
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
управляемый рулём
? —
πηδαλιουχούμενος
как с
(ново)греческого
переводится слово
πηδαλιουχούμενος
? — управляемый рулём
#
(ново)греческий словарь
—
αυτολίπαντος
—
στομαχιάζομαι
—
φιλόπρωτος
—
γλιδιάρης
—
δάκρυο
—
διακοσάρι
—
νοσηλεία
—
κουρντιστήρι
—
συναδελφότης
—
πεταχτός
—
κλασσικίζω
—
κούτρουβάλιασμα
—
κρούσταλλο
—
θανάτωση
—
υπόδειξη
—
επίκριση
—
αγριαπιδιά
—
εκτάριο
—
ανεμοτροχός
—
στηρίζω
—
δαφνόλαδο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве