|
грам. имеющий два окончания #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово имеющий два окончания? — δικατάληκτος как с (ново)греческого переводится слово δικατάληκτος? — имеющий два окончания — σχιζοφρενικός — ανθροκόπλινθος — ψυχοδιαγνωστική — εωθινόν — αλκαλοειδές — ματόκλαδο — ολοφάνερα — ποσοστό — ψευδοκρούπ — πιστακόχρους — ξεφλουδίζομαι — σπινθηρογράφημα — Καρολίνα — κατοπτρίζω — μπακιρώνω — μαξιλλαρώνω — ανάσεισμα — βαγκόν-λί — γαγγραινιάζω — άταφος — πασχαλινά |
|||