Новогреческий словарь
γαιανθρακούχος
γαιανθρακούχ|ος
угленосный
;
~ον λεκανοπέδιον — угольный бассейн
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
угленосный
? —
γαιανθρακούχος
как с
(ново)греческого
переводится слово
γαιανθρακούχος
? — угленосный
#
(ново)греческий словарь
—
ομιλώ
—
γκαρσόνι
—
προχειρότητα
—
κρύσταλλος
—
φαβορίτα
—
συρματόσχοινο
—
λεκανοπέδιο
—
τάττω
—
βασταχτής
—
επιτηδειότητα
—
ακαριαίος
—
αυτοκρατορία
—
διασταυρώνοντας
—
σκουντουφλάω
—
αναπομπή
—
απαδειάζω
—
περιστατικό
—
ξυράφι
—
λειμώνας
—
αγκίστρωση
—
αιμορροϊδικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве