|
изнеженный; ~α ήθη — изнеженные нравы #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово изнеженный? — εκτεθηλυμένος как с (ново)греческого переводится слово εκτεθηλυμένος? — изнеженный — γνοιάζομαι — εθνάρχης — μικρόν — λογοκόπος — αποστηματώδης — φώκαινα — ελατοσίδηρος — φυλάκιση — κοιμηθιά — ατουφέκιστος — μονοψήφιος — πτωχαλαζονεία — διιστάμενος — ανάπλαση — επίξηρος — φυλλάδα — αχαρακτήριστος — υπεργολάβος — ανεμοχάλαζο — λεπτόρρευστος — κονιδάρης |
|||