|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σμηνίτισσα? — — υπεροξείδιο — ανέ — αλληλέγγυο — στέγη — ρινηλάτης — αυτοανάπτυξη — αγγειοχειρουργός — παντοκράτωρ — ξυλοκοπτική — λάσκος — μπλε-μαρέν — κάδος — άκωπος — επίμεμπτος — δακτυλιαίος — λειψανοθήκη — φειδωλία — αμμόλιθος — Ρωμιός — αυταναφλέγομαι — δόνημα |
|||