|
сталкивать; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сталкивать? — συγκρούω как с (ново)греческого переводится слово συγκρούω? — сталкивать — μεταμορφωμένος — δευτεροβάθμιος — εύρος — γυναικών — μετανοώ — αχλαδίτης — θαλαμηγός — ψηκτροποιός — δραστηριοποιούμαι — μπριζολίτσα — αναργος — αδιαοκόρπιστος — καταποντισμός — φάραγγας — ηλιόγερμα — λαχανοπώλης — αισθηματολογικός — γωνιαίος — εμπαιστός — πέμψις — άχνισμα |
|||