Новогреческий словарь
χοληδόχος
χοληδόχ|ος
жёлчный
;
~ κύστις — жёлчный пузырь
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
жёлчный
? —
χοληδόχος
как с
(ново)греческого
переводится слово
χοληδόχος
? — жёлчный
#
(ново)греческий словарь
—
γιγαντομάχος
—
πτερόν
—
πικρόχολος
—
αρχαιομαθής
—
χλευαστής
—
ασαρκίο
—
βανίλλια
—
χαράκτης
—
κλήρα
—
αβωλοκόπητος
—
ουροποιητικός
—
υπομισθώτρια
—
ακροποδητί
—
απομακραίνω
—
χρονογραφία
—
ξελαγαρίζω
—
γυροσκόπιο
—
ατζαμοσύνη
—
κατάπιομα
—
ωτόρροια
—
αμαντήλωτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве