|
το театр. водевиль #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово водевиль? — κωμειδύλλιο как с (ново)греческого переводится слово κωμειδύλλιο? — водевиль — αγιασμός — ελαιοποιία — κακοφτιαγμένος — ιεροσυλία — αυγοειδής — δοντιά — τζίφος — τσεπούλα — αρνόγλωσσο — τσάγαλο — αηδονήσιος — θάλλω — μυοκαρδίτιδα — πιπερόριζα — υπερέκθεση — σπιλώνω — αντηχώ — πληθυντικός — εγκατάστατος — κουβαρομαζεύομαι — αχυρόχρους |
|||