|
дословный, буквальный; ~ή σημασία — буквальное значение; ~ή μετάφραση — дословный перевод #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дословный? — κυριολεκτικός как на (ново)греческом будет слово буквальный? — κυριολεκτικός как с (ново)греческого переводится слово κυριολεκτικός? — дословный, буквальный — χολή — φτάνω — απαγωγός — καθημερινότητα — περιγέλασμα — αργοροδάμας — υποβάτης — παραπόρτι — αντραλεύω — κεχωρισμένος — συγκεκριμενοποιώ — τουρκιά — περιβολάρισσα — αλίευμα — χορτολόγος — κοινοβιότης — εμμηνορρυσιακός — χαρίζομαι — υπερτιμώ — σαραφλίκι — λιομάζωμα |
|||