|
η железоделательная промышленность; #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово железоделательная промышленность? — σίδηρομεταλλουργία как с (ново)греческого переводится слово σίδηρομεταλλουργία ? — железоделательная промышленность — απομαθαίνω — αποθεράπευση — κτηματαγορά — καταιόνησις — αλευτέρωτος — τελεσίγραφο — απόκοττος — ατσίδας — φυτεύσιμος — βόσκημα — μαρξισμός — βιβλιογράφος — θρύον — εαυτός — πειραχτικός — ετερότονος — υπεραισθήσεις — φαρμακεύω — αδιάστικτος — κτηνασφάλιση — αδιαχώρητα |
|||