|
молодой (о побеге, ростке) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово молодой? — νεοφυής как с (ново)греческого переводится слово νεοφυής? — молодой — πωρώνω — ημιανοίγω — βλεφαρικός — υδροπωλητής — γυρίζω — κορνιζάρω — μετανάστευση — κλαψουρίζω — εκπωμάτωση — πάγκαλος — καλοτάξιδος — πρωτόβολτος — ευεργέτης — ξέω — νυχτοκάματο — λυσσασμένος — αιδώς — διπλάσιος — βρεφοζυγός — ζευγαρώνω — καράς |
|||