|
(-ίδος) η 1) трясогузка (птица); 2) перен. сорока (о женщине) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово трясогузка? — σεισοπυγίς как на (ново)греческом будет слово сорока? — σεισοπυγίς как с (ново)греческого переводится слово σεισοπυγίς? — трясогузка, сорока — ανωχύρωτος — υπέργηρος — αεροναυτιλιακός — παράτυφος — ταξιτζού — δύνουμαι — πολιτισμένος — πενταπλάσιος — φεσώνω — αλλάς — επιστέγαση — συγχωρητήριος — νεοβιταλισμός — δηγιέμαι — ληνοπατώ — έναρθρος — χαρέμι — ωκεανάριο — μαστορική — συντασσόμενος — ξιφομαχώ |
|||