Новогреческий словарь
κηπάκι
κηπάκι
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
κηπάκι
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αμπραγιάζ
—
ξεχειμώνιασμα
—
απερίσκεπτος
—
μπελτές
—
αφρόψαρα
—
λεμοναδίτσα
—
εριοπαραγωγός
—
διερευνητής
—
ηπειρωτικός
—
χρυσοκεντήτρια
—
οργιαστικός
—
αερόθερμο
—
καλουπατζής
—
βεγγαλέζικος
—
καταπάτημα
—
γυναίκειος
—
ψυχομαχώ
—
σκληρούτσικος
—
φεγγαρίζω
—
μπιρμπιλομάτα
—
ελαιοδιαχωριστήρας
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве