Новогреческий словарь
εμπίμπρημι
εμπίμπρημι
(тк. αόρ. ενέπρησα, παθ. αόρ. ενεπρήσθην) уст.
поджигать
;
τό δάσος ενέπρησαν οι στρατιώται — [phrase]лес подожгли солдаты[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
поджигать
? —
εμπίμπρημι
как с
(ново)греческого
переводится слово
εμπίμπρημι
? — поджигать
#
(ново)греческий словарь
—
διαχυτικότητα
—
συλλογικά
—
μισώ
—
μηλολάνθη
—
χειρόγραφος
—
πρόσχωση
—
δυσόρατος
—
γεμώζω
—
στάγδην
—
σαλιαρίζω
—
τσιγαρόχαρτο
—
ελληνοφοβίο
—
κοτίσιος
—
μικρομέλεια
—
νηπιάζω
—
γοργοδρόμος
—
στερφόγιδα
—
παιδοψυχολογία
—
ακατάσχετο
—
όμορφη
—
ανασκάπτω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве