|
требовательный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово требовательный? — διεκδικητικός как с (ново)греческого переводится слово διεκδικητικός? — требовательный — απονίπτω — υποτροπικός — ανεπίκριτος — ιχνογραφείο — αγροτεμάχιο — φιλοσοφία — γεβεντίζομαι — αποφυλακίζω — εξαμβλύνω — μαϊντανός — κτηματομεσιτικός — αυτοανάπτυξη — ψυχοβλαβής — εργοδοτικός — αραιόθριξ — χαρτοπαίκτις — μορφοδυναμική — φτωχοφαμελίτης — ελαφίδες — πολεμική — αφοσιωμένος |
|||