|
(αόρ. μετεδίδαξα) переучивать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово переучивать? — μεταδιδάσκω как с (ново)греческого переводится слово μεταδιδάσκω? — переучивать — διπλόγραφο — υπακοή — σμηνίας — παντρολογώ — εγχέλιον — αντιπροπέρυσι — ακλώσσευτος — ηλεκτρικό — βατοκόπια — υπερτέλειος — κελαδώ — κουτσουλάω — αμπελοφάσουλα — αποπληρώνω — άσκιαχτος — πύρεξις — τσεμπέλι — δυσαπόδειχτος — μικροβιοφάγος — πομφόλυξ — περουκιέρης |
|||