|
ходить на цыпочках #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ходить на цыпочках? — ακροπατώ как с (ново)греческого переводится слово ακροπατώ? — ходить на цыпочках — μιξόδια — άρ — κοινότητα — βρώμιο — μεταρσίωση — εχιδνισμός — καλπάζων — χαρτορρίχτρα — λίκνισμα — σκοτίζομαι — προαιρούμαι — Ελβετός — ελεήμονος — πορνεύω — σέχτα — κρυφοβλέπω — σμυριδόκονις — μουνί — αδελφάτο — ολοκληρώνω — σημαντική |
|||