Новогреческий словарь
συνοδικώς
συνοδικώς
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
συνοδικώς
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αντιμαρτυρώ
—
κολλεκτιβοποιώ
—
αποθάρρυνση
—
πετρελαιοπαραγωγός
—
ντοκουμέντο
—
παγετώνας
—
σιτεμπορία
—
αγγειολόγος
—
αποδίνω
—
ονομαστικώς
—
πεοθηλασμός
—
σύστρεψις
—
τεφροδόχος
—
κορνιζάρισμα
—
κόφτρα
—
επίχωμα
—
κολπωτός
—
παιδόγγονα
—
φυραίνω
—
υφηγητικός
—
ηρωοοποιούμαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве