Новогреческий словарь
καινούργιος
καινούργι|ος
новый
;
έχουμε τίποτε ~ιο; — [phrase]что нового?, какие новости?[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
новый
? —
καινούργιος
как с
(ново)греческого
переводится слово
καινούργιος
? — новый
#
(ново)греческий словарь
—
κυνηγάρα
—
Ισλανδή
—
μαζαλίζω
—
λαγκεμένος
—
κανναβάτσα
—
ψευδώνυμος
—
αναριεύω
—
χονδρός
—
συριγματώδης
—
προσοικενούμαι
—
κάσκα
—
φυσικό
—
παλιάλογο
—
συναχώνομαι
—
λιμπρέττο
—
ντουρβάς
—
συστημένος
—
προσπελασιμότητα
—
πυρρός
—
κρίθινος
—
αυτοκριτικάρομαι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве