|
новый; έχουμε τίποτε ~ιο; — [phrase]что нового?, какие новости?[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово новый? — καινούργιος как с (ново)греческого переводится слово καινούργιος? — новый — αγλύτωτος — ημίχρονο — πυκνοκατωκημένος — διακωμώδηση — αρμέγω — χιονενιάτη — ανοικοδόμητος — σωματείο — παρέασις — πετραχήλι — λερώνομαι — μηλόπιττα — γυναικοθήρας — ευκαταφρόνητος — γλυκολάλητος — θαλασσοταραχή — ελπίδα — αδυναμία — γοργόνα — νιστέρι — επιμερίζω |
|||