Новогреческий словарь
υαλοθέτης
υαλοθέτης
ο уст.
стекольщик
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
стекольщик
? —
υαλοθέτης
как с
(ново)греческого
переводится слово
υαλοθέτης
? — стекольщик
#
(ново)греческий словарь
—
αμαχητί
—
υδατόμεικτος
—
κυκλοτρόνιον
—
κυρωτικός
—
μεγαλαυχία
—
κορδελλάς
—
πρωραίος
—
ανασταλτικά
—
ματαιόσχολος
—
σκαρφαλωτός
—
τρύγημα
—
καρυδιά
—
ευκλείδειος
—
υποτροπικός
—
παλαιοελλαδίτης
—
σμάρι
—
πυριόβολο
—
εριώδης
—
ξένη
—
ξεθερμίζω
—
αλέκιθος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве