Новогреческий словарь
αγγελοβλεπούσα
αγγελοβλεπούσα
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
αγγελοβλεπούσα
? —
#
(ново)греческий словарь
—
κοινωνίστρια
—
σαλιαρίζω
—
μεγαλειότητα
—
έμπαση
—
βολονταρισμός
—
ετερομιξία
—
άκλωθος
—
απίκραντος
—
βιβλιολογικός
—
αντιστρατήγημα
—
ζωννύω
—
Σαλονικιός
—
σπερματούχος
—
κάτι
—
δυσχερώς
—
φασιστάκι
—
καζουϊστική
—
αγερωχία
—
αργυροκέντητος
—
ψυχολογώ
—
οικουρός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве