Новогреческий словарь
σαλτέρνω
σαλτέρνω
(αόρ. σαλτάρισα)
прыгать; скакать
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
прыгать
? —
σαλτέρνω
как на
(ново)греческом
будет слово
скакать
? —
σαλτέρνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
σαλτέρνω
? — прыгать, скакать
#
(ново)греческий словарь
—
ινδικό
—
σωληνοειδής
—
ελαιοπυρήν
—
βουτηχτής
—
εμφυσηματικός
—
μακαρονοειδής
—
σχήμα
—
ήπειρος
—
νεοκαντιανισμός
—
λεμονάκι
—
γρανάτα
—
ζαλιγγώνουμαι
—
ζωντανός
—
υπεράνω
—
σακάτικος
—
μαντρί
—
καβαλαρία
—
κατακαμπής
—
καλοστεκάμενος
—
Παλλάδα
—
αρχηγίς
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве