Новогреческий словарь
καθεκλοποιός
καθεκλοποιός
ο
столяр(__,__) делающий стулья
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
столяр, делающий стулья
? —
καθεκλοποιός
как с
(ново)греческого
переводится слово
καθεκλοποιός
? — столяр, делающий стулья
#
(ново)греческий словарь
—
γιγγλυμός
—
κερκιδικός
—
ακιδωτά
—
αδιάνυτος
—
υδροστατικός
—
βλαστικότητα
—
συγκλίνον
—
εφελκυσμός
—
ξυράφισμα
—
δραματικότητα
—
υδρομετρία
—
επικοπίδα
—
ποταμόκολπος
—
μισοκοιμούμαι
—
σαλόνι
—
πελλάγρα
—
ευανάγνωστο
—
υπογένεοτη
—
σαπισμένος
—
αποσιωπητικά
—
διαλύτης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве