Новогреческий словарь
στοματίτιδα
στοματίτιδα
η мед.
стоматит
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
стоматит
? —
στοματίτιδα
как с
(ново)греческого
переводится слово
στοματίτιδα
? — стоматит
#
(ново)греческий словарь
—
αθέλητα
—
σκιοφωτισμός
—
ζωοποιώ
—
καταδικάζω
—
μπαρμπουνάρα
—
βαρίς
—
κώχη
—
χουβαρντάς
—
λουλάκιασμα
—
πτέρνα
—
ξέσκισμα
—
αμελώδητος
—
τομάρι
—
φρονιμότητα
—
αποδημητικός
—
εφετινός
—
απροσήγορος
—
αχρωμία
—
κιβωτιάκι
—
ιχνογραφία
—
μωαμεθανισμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве