Новогреческий словарь
μερική
μερική
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
μερική
? —
#
(ново)греческий словарь
—
σατινέτα
—
λούλουδο
—
φαρμακευτής
—
εξαναγκαστικός
—
ψευδαργυρούχος
—
ζοχός
—
οκτωβριανός
—
πλαγιάζω
—
αντοχή
—
ελαιόλαδο
—
επεκτατικός
—
αξετίμητος
—
βούτη
—
ατριγύριγος
—
κοσμολόγητος
—
αχτένιστος
—
απολείπω
—
στουπωτήρι
—
μυριολόγι
—
ψεύδομαι
—
ζερδελιά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве