Новогреческий словарь
αρτοκοπείον
αρτοκοπείον
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
αρτοκοπείον
? —
#
(ново)греческий словарь
—
άνθι
—
ζεύγος
—
ευπροσηγορία
—
φυσιοκράτης
—
μάχιμος
—
ανδριάς
—
βαθιά
—
αναθεώρηση
—
ελήφθην
—
μονωδός
—
επομένως
—
ένθλιψη
—
καλούπωμα
—
εφημερεύω
—
ευδιάκριτος
—
λουκουματζίδικο
—
άδετος
—
μνημοτεχνική
—
κλειδαμπαρώνω
—
γονδολιέρης
—
χημισμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве