Новогреческий словарь
συμπυκνωμένος
συμπυκνωμέν|ος
сгущённый
;
~ο γάλα — сгущённое молоко
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
сгущённый
? —
συμπυκνωμένος
как с
(ново)греческого
переводится слово
συμπυκνωμένος
? — сгущённый
#
(ново)греческий словарь
—
γυρωτήρας
—
πυρογραφω
—
χορτονομή
—
μελάμπυρο
—
εκατοντάχρονα
—
ακατασχέτως
—
καταδνώκω
—
ανεκποίητος
—
σουβάντισμα
—
συντετριμμένος
—
αφεντογυναίκα
—
αιτιατός
—
ραδιοηλεκτρικός
—
αζωτο
—
κοντούλικος
—
σχολιαρούδι
—
διάκονος
—
γάντζωμα
—
μισητός
—
Ιλλυρία
—
αντίκλαρο
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве