|
мед. параплегия, паралич нижних конечностей #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово параплегия? — παραπληξία как на (ново)греческом будет слово паралич нижних конечностей? — παραπληξία как с (ново)греческого переводится слово παραπληξία? — параплегия, паралич нижних конечностей — αθλοθετώ — σπογγαλιείας — κραταιώνω — ζωογονία — αερινός — αεροδρόμιο — σεισμόπληκτος — προγονολάτρης — αχρησία — γναφάλωμα — κακοτυχίζω — ολισθηρότητα — διαφιλονείκία — εξαγοράζω — τοξάριον — δεκαπεντάκις — συμπαρομαρτώ — ασπριδερός — γάδος — γλωσσόχορτο — ξαναπουλώ |
|||