Новогреческий словарь
ναρκαλιευτικό
ναρκαλιευτικό
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
ναρκαλιευτικό
? —
#
(ново)греческий словарь
—
υπόδρα
—
αρχιεπιστάτισσα
—
επιστολογραφία
—
εμβολιαστικός
—
αθέτηση
—
κουμπούρι
—
ξαγρύπνισμα
—
χεροπόδαρα
—
πρωία
—
αλημέριαστος
—
αερόθερμο
—
πρωϊμάδι
—
υπέρθλιψη
—
μονομαχώ
—
αβλασφήμητος
—
απατεώνας
—
αλγομανία
—
ραγίζω
—
αντιδογματίζω
—
αβραμηλιά
—
μεντεσές
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве