|
η мужеложство, педерастия #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мужеложство? — άρσενοκοιτία как на (ново)греческом будет слово педерастия? — άρσενοκοιτία как с (ново)греческого переводится слово άρσενοκοιτία? — мужеложство, педерастия — διφθογγοποίηση — αλλαντοπωλείο — αντενδείκνουμαι — λεβαντίνικος — στειροχωρίζω — λευκόσημον — ανταποδώνω — γεώτρηση — ευκολοπέραστος — υφαντουργικός — συναντάω — προζύμι — ορθολογίστρια — σπλήνα — Α — ιαπετικός — τρυγητός — διαφιλονείκία — φαγκοτο — σπέκουλα — αποσαφήνιση |
|||