|
(-εως) η спорт. игра в водное поло #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово игра в водное поло? — υδατοσφαίριση как с (ново)греческого переводится слово υδατοσφαίριση? — игра в водное поло — αμπάλωτος — ανασκίρτηση — παιδοτρίβης — ψεύδορκος — κυριολεκτώ — ένοπλος — κουτριά — σιάξιμο — βροντώ — συκοφάγος — σπερματίνη — ζευγαροχαλάστρα — ξεκουτιάζομαι — περιπολία — στεγανοποιώ — εμαγιέ — πτελέϊνος — καπνεργατικός — νομοσχέδιο — χορτοκοπτικός — δειλιώ |
|||