|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово διεθνοποιούμαι? — — ελατοβούνι — γουστόζος — φασκελοκουκουλώνω — εγκαρτέρηση — απίδι — οδοντοτεχνίτης — καταμαρτυρία — ραβδιστής — κοκκίζω — καμπανοειδής — αυτοκινητικός — συμπαγής — ασφήνωτος — απειροκαλία — συσχετικός — αρβυλάς — αμαλγάμωση — γινατεμένος — επίατρος — υποχθονίως — ξεκαθαρίζομαι |
|||