Новогреческий словарь
αλλοιώσιμος
αλλοιώσιμ|ος
1)
изменчивый
;
2)
портящийся
(о продуктах, лекарствах)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
изменчивый
? —
αλλοιώσιμος
как на
(ново)греческом
будет слово
портящийся
? —
αλλοιώσιμος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αλλοιώσιμος
? — изменчивый, портящийся
#
(ново)греческий словарь
—
αναζυμούμαι
—
παζαριάτικος
—
μινιμαλισμός
—
ραμολί
—
καψούλι
—
λιθοδομή
—
νοικοκυρά
—
χειροτονώ
—
λεπτόσωμος
—
εμποροπανηγύρη
—
στραγγαλισμένος
—
βληματόμετρο
—
ισχυρισμός
—
χνώτο
—
απορριπτέος
—
λίγδα
—
ακόλαστος
—
επαναληπτικότητα
—
αείποτε
—
μοτοσακό
—
φορονομία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве