|
ранить (чаще огнестрельным оружием) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ранить? — λαβώνω как с (ново)греческого переводится слово λαβώνω? — ранить — μάχαιρα — χουρμάς — μονόγραμμα — λασπερός — κοράσι — τάγγιση — εθνικίστρια — εμψυχώνω — χελογίβαρο — μουλλώνω — συγκόπτομαι — φούμο — χοροπήδημα — πυελοπλαστική — στρατολογικός — ασφαλιστικό — αγριοπιπεριά — πισωδρομώ — προδιατεθειμένος — μούσκουλο — μαγγανοπήγαδο |
|||