|
το 1) амия (рыба); 2) пресноводная рыба #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово амия? — γοφάρι как на (ново)греческом будет слово пресноводная рыба? — γοφάρι как с (ново)греческого переводится слово γοφάρι? — амия, пресноводная рыба — ξερονήσι — φυσιοκρατία — αγνωστικιστικός — ασυμμόρφωτος — αναπόσβεστος — αφούντωτος — προχωρητικός — άμεσα — διαγράφω — θλιβερός — διαβολόψειρα — βαγονέττο — αξέφευγος — πεντάκλωνος — φιγουράρω — δυσάγωγος — καταμήνυση — μονολεκτικά — τεζαρισμένος — αναβοσβήνω — σαλπιστής |
|||