|
арестовывать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово арестовывать? — προσωποκρατώ как с (ново)греческого переводится слово προσωποκρατώ? — арестовывать — συμποσιάζω — ψώρας — αναρμόνιος — χρωμόσωμα — βαρόμετρο — άνομα — ορφανεμένος — αγρίλλιαστος — φατνιακός — καμηλόμαλλο — σεληνογραφικός — ξερομασάω — άλας — στατέρι — φανερωτής — δυσπεπτικός — απλούστευσις — αντιθετικά — άρχομαι — λεμβουργείο — αφαλός |
|||