|
передавать; ~ νόσημα — заражать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово передавать? — αντιμεταδίδω как с (ново)греческого переводится слово αντιμεταδίδω? — передавать — διφορούμαι — ξιπάζω — γιουρντάνι — τροπωτήρ — κωδικοποίηση — αντεροβγάλτης — φυσικώς — λωφάζω — αποστασιοποιούμαι — λάχνη — απονεκρωτικός — εκσπερματισμός — φρικώδης — υπομισθωτής — βακτηρίδιο — αποφλοιώνω — ταπητουργός — αποπιάνομαι — αξολόθρευτος — ταφικός — μεγάθυμος |
|||