Новогреческий словарь
αμητός
αμητός
ο уст.
урожай
;
===
πλούσιος ~ γνώσεων — богатейшие знания
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
урожай
? —
αμητός
как с
(ново)греческого
переводится слово
αμητός
? — урожай
#
(ново)греческий словарь
—
φορολογούμενος
—
συνάνθρωπος
—
υέτιος
—
καρδιαγγειογραφία
—
βαθρακολαίμης
—
παιγνιδιάρης
—
ιονικός
—
γαϊδουρόγαλα
—
μοναρχικός
—
γεροξούρας
—
αρτιοδάκτυλος
—
οππορτουνιστικός
—
χάρις
—
ψηφιακός
—
διοχετεύσνμος
—
βαρκάρισσα
—
γρασάρισμα
—
βλοσυρός
—
σμπαραλιάζω
—
αιγύπτιος
—
ονειρευτής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве