Новогреческий словарь
βιομηχανοποιούμαι
βιομηχανοποιούμαι
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
βιομηχανοποιούμαι
? —
#
(ново)греческий словарь
—
γύρεμα
—
λαθράκιασμα
—
κατεδαφισμένος
—
κλωστοϋφαντουργικός
—
δεκαεπτά
—
τεκνογονώ
—
ηλίθιος
—
διεθνικότητα
—
αμφικάλυμμα
—
κοσμοπλημμύρα
—
σύγχρονα
—
βίαια
—
ούριος
—
διαβιβρώσκω
—
βουκιά
—
μπουσουλίζω
—
σκάκκι
—
αναίσχυντα
—
ενόχληση
—
βυθίζω
—
βράδιασμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве