|
αόρ. от εκτρέχω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εξέδραμον? — — χαρτομάντης — γελοιοποιώ — πολυκατοικία — επιταυτού — παντρειά — αναπαύομαι — παροδικός — μυστικοσυμβούλιο — κουκκιδίτσα — απείθεια — κολποκήλη — κακογουστιά — αποπλάνηση — διοιματεύομαι — χιλιόβαρις — επιβολή — φτωχοποίηση — αλλοτριόμορφος — σύγαμπρος — διαναπαύομαι — γλυκοκουβεντιάζω |
|||