|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово συντροφικά? — — λογοτέχνισσα — επιστράτευση — αφηρημάδα — βραδινός — ανδριαντοποιός — κινδυνεύω — ποδοπάτηση — ανθομυρίζω — εκχωματίζω — βασκαμένος — διωρυγόκλειθρον — ταλαιπωρώ — λεπτόθριξ — ψευδοπαράθυρον — κίτρινος — παραμυθού — ζυμώνω — εξακρίβωση — επιτελίς — κληματόφυλλο — στρεβλώτρια |
|||