Новогреческий словарь
αβούιστος
αβούιστ|ος
бесшумный, тихий
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
бесшумный
? —
αβούιστος
как на
(ново)греческом
будет слово
тихий
? —
αβούιστος
как с
(ново)греческого
переводится слово
αβούιστος
? — бесшумный, тихий
#
(ново)греческий словарь
—
αμελέτητα
—
ευτόρνεοτος
—
ανασκέλωμα
—
κωλοπαιδαράς
—
κανέλλα
—
επιθυμιάρης
—
δίλαβος
—
φαρίνα
—
χρηματοδοσία
—
φρουρώ
—
μελετήτρια
—
αντιπρόποση
—
κακότητα
—
διεκθλίπτης
—
ψιλοδουλειά
—
διόδευσις
—
γυναικολογικός
—
κώμα
—
κουτσουλώ
—
ανίζησις
—
αναδιόρθωση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве